μωροφιλόσοφος

μωροφιλόσοφος
μωροφιλόσοφος, ό και ἡ (Α)
αυτός που φιλοσοφεί ανόητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μωρ(ο)-* (< μωρός) + φιλόσοφος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • μωρ(ο)- — (ΑΜ μωρ[ο] ) α συνθετικό λέξεων που ανάγεται στο επίθ. μωρός, ά, όν καί προσδίδει στο δηλούμενο από το β συνθετικό τη σημ. «ανόητος, κουτός, άμυαλος» (πρβλ. μωρόσοφος, μωροπόνηρος, μωροφιλόδοξος). Παράλληλα προς αυτό το σύστημα τών λόγιων… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”